ΑΛΗΘΙΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Έγκλημα στο Σινούζι

 

Σινούζι, Άη- Δημήτρης, Φωτο Η. Τουτούνης, www.antroni.gr 2011 

Μετά την ήττα του Ιμπραήμ Πασά στο Ναβαρίνο και πριν την αποχώρησή του από τον Μοριά υπογράφηκε μια συνθήκη μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και Ιμπραήμ Πασά. Μια παράγραφος της συνθήκης αναφερόταν για την διευθέτηση των αιχμαλώτων και των δύο πλευρών. Ένας όρος της συμφωνίας ήταν ότι αν κάποιος Χριστιανός ήθελε μπορούσε ν’ ακολουθήσει τον Ιμπραήμ και όποιος Μουσουλμάνος ήθελε μπορούσε να παραμείνει στον Μοριά. Αρκετοί τουρκαρβανίτες παρέμειναν στον Μοριά, εφόσον δήλωσαν Χριστιανοί και δεν ήθελαν ν’ αποχωρήσουν από τον τόπο τους. Πάρα πολλοί από αυτούς που παρέμειναν βαπτίσθηκαν Χριστιανοί και συμβίωσαν ειρηνικά με τους Έλληνες.

Υπήρχαν και αρκετές εξαιρέσεις, που τουρκαρβανίτες δεν συνετίσθηκαν στους Ελληνικούς νόμους ήθη και έθιμα, νομίζοντας ότι ακόμη ζούσαν, υπό τουρκικό καθεστώς. Μια τέτοια περίπτωση αναφέρεται και στο χωριό Σινούζι (σημ. Άγναντα) του Δήμου Πηνείας).

 

 

ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ:

Ο Γκούλης ήταν ένας σκληρός τουρκαρβανίτης, απομεινάρι της βρωμοσεριάς των τουρκαλάδων, βλέπεις είχε κουμπαριάσει με τον γέρο Βασιλάκη τον Αντρονιότη, μπάρμπα του Πάνου του καπετάνιου, από του Σινούζι και δεν κόταγε κανένας ν’ αλλάξει κουβέντα με δαύτονε, αλλά ούτε να σηκώσει τα μάτια του και να τον τηράξει, το είχε πάρει απάνου του, λες και ποιος ήτανε του λόγου του.

Μέρα παρά μέρα τον βρίσκανε μεθυσμένο, πότε όξω από τα κονάκια του κόσμου, από καλύβια, απουκάτου από δέντρους και όπου έσωνε και έπεφτε και ροχάλιζε σα σφαγμένο γουρούνι. Η αφεντιά του, είχε ανοίξει πολλά νταραβέρια με τους ούλους Σινουζαίους, με Λουκαβαίους και Μπουρνταναίους, όπου είχε περάσει του λόγου του, είχε αφήκει και τη βούλα της μαγάρας του.

Κατά τα μέσα του θεριστή στου Σινούζι, κι απουκάτου στου Οσμάναλη, έγινε ένα τρανό κακό που δεν παίρνει μολόγημα. Ένα παιδάκι, ο Δημοστενάκος έτσι το λέγανε, καμιά εφταριά με οκτώ χρονώνε χάθηκε από το χωριό, λες και ήτανε μερμήγκι και του έδωκε φτερά ο Θεός να γίνει χαϊτό. Ένα παιδάκι ογλήγορο σαν το βετούλι ήτανε κουρεμένο μ’ ένα γυφτοψάλιδο, τήραγες το κεφαλάκι του λες και ήτανε τραγόπουλο τρομάρα μου. Το μαύρο το είχε στείλει ο Θοδωράκης ο Ντανίκας να πάει κάτου στο Πουρνάρι να σκαρίσει τα πράματα που ήσαντε στο στάλο, να τα σάξει απάνου το Σκορδαγγούρι και το κοντόβραδο να σκαλώσουν απ’ τις σπηλιές απάνου τον Άη- Λιά. Το παιδί χαϊτό από το χωριό λες και άνοιξε η γης και το κατάπιε, ψάξανε, ξανά ψάξανε πουθενά. Τηράξανε ούλα τα ζωνάρια, τα πλάγια, γυροβολιάσανε ούλο τον τόπο μα πουθενά, χαϊτό το παιδί.

Η μαύρη η μάνα του μερόνυχτα γυρνοβόλαγε ούλο τον τόπο σκούζοντας μπας και το βρει πουθενά, μα πάλε κανένα χαμπέρι για το αγγελούδι της.

 

 

Μια μέρα θάτανε μισά προς τα τέλη του θεριστή, κάτου στη βρύση την Γούβα, ευτούνο το παλιό- μάγαρο, ο μουρλο- Γκούλης, σκότωσε ένα ζαγάρι δικό του και το πέταξε κατά τη Βαγγελέϊκη μεριά σε μια τρανή βατουκλιά. Ούλο τον Θεριστή και τον Αλωνάρη, δεν κόταγε να ζυγώσει άνθρωπος, βρώμαγε ο τόπος από το κάρμα. Το λέσι του σάπισε απάνου στη βατουκλιά μιας και κανένας δεν φιλοτιμήθηκε ν’ απλώσει τα ξερά του και να το πετάξει παρά πέρα από το δρόμο. Δεν κόταγες να σγούψεις, για μια σταλιά νεράκι να δροσιστείς, αλλά ούτε και να διαβείς από εκείνη την μεριά, ο τόπος βρωμοκόπαγε. Όσοι διαβαίνανε από ευτούνη την μεριά βάνανε το μαντήλι στην μύτη τους και ταχύνανε τα ποδάρια τους να λακίσουν από εκεί. Ούλος ο κόσμος αναρωτήθηκε γιατί ο Γκούλης σκότωσε το ζαγάρι που το αγάπαγε τόσο πολύ και αυτό δεν τον αποχωριζότανε με τίποτις. Τι στον άνεμο τάχατις να συμβήκε;

Περάσανε κάνα δυο- τρία χρόνια και τον Γκούλη τον βρήκανε κι από κάτου στην Αγιά Βαρβάρα χάμου στην γούρνα του νερού, κούτσουρο ξερό χάμου, μπρούμυτα με μια μαυρίλα στο κεφάλι του και κάμποσες μαχαιριές στη νεφραμιά και στον σβέρκο του, η τραγιάσκα και το μαντήλι του πιο κείθε γιομάτα αίματα, κρεμόσαντε σε μια παλουκαριά, φαίνεται τον γονατίσανε τον κερατά χάμου και τον είχανε κάμει φυτίλια με το μαχαίρι του. Έσουρνε στο ζουνάρι του ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, ένα ωραίο στολίδι, που άλλο τέτοικο δεν είχε κανένας άλλος μερακλής σε τούτο εδώ τον τόπο.

Τον μαζέψανε και τον πήγανε κάτου στον Άη- Δημήτρη, οι γυναίκες τον πλύνανε και αφού του φκιάσανε ένα κιβούρι, τον διάβασε ο παπάς και τον χώσανε, έτσι για να μη βρωμίσει ο τόπος.

Μετά από πέντε –έξι χρόνια είχε ’ρθεί μια τρανή φωτιά καιγότανε κανά δυο- τρείς μέρες κάτου στο Κουλουγλέϊκο το πήρε βόσκωντας σα πάνου και έγδυσε ούλο τον τόπο, τον έκανε αυγό, δεν μπόριε να κρυφτεί γυναίκα να κατουρήσει. Από κείνη την διαβολεμένη πυρά, δεν έμεινε ούτε μάτερο χωράφι, ούτε καλύβα, ορέ δε γλίτωσε ούτε και το πλατάνι της Γούβας. Οι Σινουζαίοι τον κόψανε σύριζα για σκαφίδια και σαμάρια και μέσα βρήκανε κόκαλα από παιδί. Έλα μου ντε, που ήτανε του παιδιού του Θοδωράκη του Ντανίκα. Είπανε ότι το γνώρισε η μάνα του η Ασήμω, γιατί το δόλιο είχε τσακίσει το ζερβί του χέρι ένα χρόνο πριν χαθεί από το χωριό, λέγανε ότι βρήκε και μια παραμάνα που του είχε κρεμάσει το φυλαχτάρι του, την είχε πάρει με την προίκα της και έλεγε ότι ήτανε της μακαρίτισσας της γιαγιάς της που ήτανε από του Κλειντιά. Το πήρε, η μαύρη κι άραχνη Ασήμω, έπλυνε με κρασί τα κόκαλα του παιδιού της, και αφού το κλάψανε την άλλη μέρα το θάψανε κάτου στον Άη- Δημήτρη, στου παππούλη του το μνήμα, παρέκει από του Γκούλη το κιβούρι.

Στο χωριό παίρνανε και δίνανε οι κουβέντες και μολογήθηκε σ’ ούλα τα χωριά για το παιδί, μα κανένας δεν είδε ούτε άκουσε για το ποιος σκότωσε τον Δημοστένη. Περάσανε κάμποσα χρόνια και ξεχάστηκε απ’ ούλο τον κόσμο. Έλα μου όμως ότι ο Θεός δεν αφήνει βερεσέδια σε τούτο εδώ τον τόπο.

Μια γυναίκα από το Λουκαβέϊκο, μολογάγανε για την Θεώνη του Κακαβά, αρρώστησε βαριά μπήκε μέσα της το θεριό και μέρα με τη μέρα της έτρωγε τα σωθικά. Την είχε πάρει πολύ βαριά και ήτανε στις τελευταίες της μέρες. Οι αναθεματισμένοι πόνοι την κάνανε και αγουριώτανε μέρα- νύχτα σαν τον λύκο στο δόκανο. Μια μέρα ζήτηξε τον παπά να πάει να την ξομολογήσει. Έλεγε ότι είχε μεγάλο βάρος στην ψυχή της και αν δεν ξομολογιότανε δεν έλεγε να βγει η ψυχή της, να μαλακώσουν οι πόνοι της. Ο παπάς πήρε το πετραχήλι του και πήγε να την ξομολογήσει. Ο παπάς έβγαλε ούλες τις γυναίκες όξω και άρχισε να την ξομολογάει.

Τι το ’θελε ο παπάς και πήγε;

Μόλις του είπε για το παιδί τον Δημοστένη, ο παπάς λύγισε και έβαλε τα κλάματα, γιατί το παιδί ήτανε βαφτισιμιό του και το αγάπαγε πολύ μιας και του δόλιου, δεν του έδωκε ο Θεός παιδιά, γλες ήτανε άκληρος. Τι είχε γίνει το μολόγησε ο παπάς με τα τον αποθαμό της Θεώνης.

Ο Γκούλης τα είχε καλά με την Θεώνη που ήτανε και παντρεμένη ενώ ο άντρας της εκείνη την εποχή είχε πάει για μεροκάματο μ’ άλλους για θέρο στον κάμπο.

Ο Δημοστένης όπως δείχνουνε τα πράματα πρέπει για κακή του τύχη να τους τσάκωσε καβάλα τότε η κυρά του είπε ότι την έπιασε με το ζόρι ο Γκούλης και ζύγωσε κοντά στο παιδί. Μόλις ζύγωσε για τα καλά τσάκωσε το παιδί από τα χέρια και ο Γκούλης με μια ματσουκιά που του ζύγιασε στο κεφάλι μ’ ένα κοντομάτσουκο απ’ αγριλίδι το άφηκε στον τόπο. Πρού καλά- καλά του βγει η ψυχούλα του το δόλιο και το πέταξανε μέσα στη βαθιά κουφάλα του πλατανιού, που ήτανε παρέκει και από κοντά πέταξανε μέσα κάμποσα λιθάρια και χώμα και από πάνου ρίξανε κάμποσα ξερά πλατανόφυλλα, να μην το βρούνε αλλά και μην βρωμίσει και το πάρουνε χαμπάρι.

Αμ! πώς να βγει η ψυχή της με τέτοιο αναθεματισμένο φονικό που είχανε κάνει. Έννοια σου όμως και οι δυο όπως στρώσανε πλαγιάσανε. Και ο ένας το βρήκε και ευτούνη η παλιοπουτάνα ότι έκαμε τα βρήκε ογλήγορις. Ο Θεός δεν το θέλει τ’ άδικο, παιδάκι μου.

Η. Τουτούνης,

 www.antroni.gr

 

Αγουριέμαι, = σφαδάζω από πόνους, βάζω τις φωνές.

Αγριλίδι, το = κομμάτι ξύλου από άγρια ελιά.

Άη- Λιάς, ο = τοποθεσία στο χωριό Άγναντα.

Βατουκλιά, η = συστάδα από βάτους.

Βετούλι, το = αρνοκάτσικο ενός έτους.

Δόκανο, το = εργαλείο κυνηγών.

Θεριό, το = θηρίο (εδώ εννοείται ο καρκίνος).

Κιβούρι, το = μνημείο, τάφος.

Κόταγε, = όποιος έχει κότσια, έχω την δυνατότητα, τόλμη.

Λακίζω, = φεύγω τρέχοντας.

Μάτερο, το = το χέρσο χωράφι.

Νεφραμιά, η = η γύρω από το νεφρό περιοχή του ανθρωπίνου σώματος.

Οσμάναλη, το = σήμερα τοποθεσία Μάναλη. Επί τουρκοκρατίας ήταν ιδιοκτησία του Τούρκου Οσμάν Αλή.

Παλουκαριά, η = φράκτη από συνεχή παλούκια (συνήθως σκιζάρια δένδρου).

Σκαρίζω, = παίρνω τα γιδοπρόβατα από τον τόπο ανάπαυσης και τα πηγαίνω για βοσκή.

Σκορδαγγούρι, το = τοποθεσία στο χωριό Άγναντα.

Στάλος, ο = ίσκιος όπου κοιμούνται τα αιγοπρόβατα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ογλήγορις, = (ιδιωμ.) γρήγορα

Πουρνάρι, το = τοποθεσία στο χωριό Άγναντα δίπλα στο ποτάμι. (Λέγεται ότι στην τοποθεσία αυτή πιο παλιά υπήρχε ένα τεράστιο πουρνάρι, το δε κορμός τον αγκαλιάζανε επτά άνδρες).

Πράματα, τα = εδώ τα γιδοπρόβατα.

Τηράω, = βλέπω.

Τραγιάσκα, η = η σκούφια, το καπέλο.

Χαμπάρια, τα = νέα, τα μαντάτα.

 

Σινούζι, Άη- Δημήτρης, Φωτο Η. Τουτούνης, www.antroni.gr 2011